- ψωροπερηφάνια
- kasılma, yersiz böbürlenme, gereksiz gurur
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ψωροπερηφάνια — η φτώχεια και περηφάνια: Την έφαγε η ψωροπερηφάνια της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψωροπερηφάνια — η, Ν [ψωροπερήφανος] η ιδιότητα τού ψωροπερήφανου … Dictionary of Greek
ψευδαλαζον(ε)ία — η, Ν [ψευδαλαζόνας] η ιδιότητα τού ψευδαλαζόνα, ψωροπερηφάνια … Dictionary of Greek